- θεσμοθεσία
- ητο να θέτει κανείς θεσμούς (νόμους), το να θεσπίζει νόμους, νομοθεσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεσμοθεσία — θεσμοθεσίᾱ , θεσμοθεσία office of fem nom/voc/acc dual θεσμοθεσίᾱ , θεσμοθεσία office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθεσίᾳ — θεσμοθεσίᾱͅ , θεσμοθεσία office of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθεσία — η (Α θεσμοθεσία) [θεσμοθέτης] η σύνταξη και εφαρμογή νόμων, η νομοθεσία αρχ. η απόφαση τής μοίρας, το μοιραίο, το γραμμένο … Dictionary of Greek
θεσμοθεσίας — θεσμοθεσίᾱς , θεσμοθεσία office of fem acc pl θεσμοθεσίᾱς , θεσμοθεσία office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθεσίαν — θεσμοθεσίᾱν , θεσμοθεσία office of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθεσίαις — θεσμοθεσία office of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благозаконьныи — (1*) пр. Законный, справедливый: тѣмь и жертвьноую сщ҃но бл҃гозаконьную блг(д)ть нарече||ю. и что ради сподобi ˫а ст҃льскымь званиѥмь а не ѡст҃льскымь (ἡ... ϑεσμοϑεσία) ГА XIII XIV, 149в г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεσμοδότημα — το [θεσμοδοτώ] θεσμοθεσία* … Dictionary of Greek
νομοθεσία — Στην πλατιά του έννοια, ο όρος αυτός σημαίνει το σύνολο των γραπτών νομικών κανόνων μιας χώρας. Σε γενικότερη εκδοχή σημαίνει και το σύνολο των κανονιστικών πράξεων του κράτους, που έχουν ίση ή ανάλογη δύναμη με τον νόμο ή και ένας ιδιαίτερος… … Dictionary of Greek
ՕՐԻՆԱԴՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 1033 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 12c գ. νομοθεσία, θεσμοθεσία legislatio νόμημα lex, constitutio. որ եւ ՕՐԷՆՍԴՐՈՒԹԻՒՆ. Դրութիւն օրինաց. օրէնք. սահմանադրութիւն: Առակ. ՟Լ՟Ա. 27: յօրինակս ինչ. *Զբերան իւր բանայ հանճարով եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)